Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
disorderly [βρετ dɪsˈɔːdəli, αμερικ ˌdɪsˈɔrdərli] ΕΠΊΘ
2. disorderly (disorganized):
- disorderly person, arrangement, existence
-
- disorderly ΣΤΡΑΤ retreat
-
disorderly behaviour, disorderly conduct ΟΥΣ ΝΟΜ
- disorderly behaviour
-
-
- disorderly
στο λεξικό PONS
disorderly ΕΠΊΘ
2. disorderly (unruly):
- disorderly
-
- disorderly conduct
-
-
- disorderly
disorderly ΕΠΊΘ
2. disorderly (unruly):
- disorderly
-
- disorderly conduct
-
-
- disorderly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.