Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. débridé (débridée) [debʀide] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
débridé → débrider
II. débridé (débridée) [debʀide] ΕΠΊΘ
débridé imagination, optimisme:
- débridé (débridée)
-
débrider [debʀide] ΡΉΜΑ μεταβ
4. débrider ΙΑΤΡ (inciser):
débrider [debʀide] ΡΉΜΑ μεταβ
4. débrider ΙΑΤΡ (inciser):
-
- débridé
- freewheeling style, imagination
- débridé
- unbridled imagination, sexuality
- débridé
-
- débridé
- riotous living, party, evening
- débridé
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.