Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ins , Eins , Zins , eins , ist , isst και iss

ist [ɪst]

ist 3. pers ενικ ενεστ von sein

Βλέπε και: sein(e) , sein

I . sein <ist, war, gewesen> [zaɪn] VERB αμετάβ +sein

2. sein (existieren auch):

II . eins [aɪns] ΕΠΊΘ αμετάβλ

III . eins [aɪns] ΑΌΡ ΑΝΤΩΝ

eins s. ein(e)

Βλέπε και: eine(r, s) , ein(e)

Zins <-es, -en> [tsɪns] SUBST αρσ mst πλ

1. Zins ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Summe):

τόκος αρσ

3. Zins CH A ιδιωμ s. Miete

Βλέπε και: Miete

Eins <-, -en> SUBST θηλ

2. Eins (beim Würfeln):

άσος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский