Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόρη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόρη [ˈkɔri] SUBST θηλ

1. κόρη (σε σχέση με τους γονείς):

κόρη
Tochter θηλ
θετή κόρη

2. κόρη (κορίτσι):

κόρη
Mädchen ουδ

3. κόρη (ματιού):

κόρη
Pupille θηλ
κόρη του ματιού
Pupille θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κόρη

θετή κόρη
Pupille θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский