Γερμανικά » Ελληνικά

II . eins [aɪns] ΕΠΊΘ αμετάβλ

III . eins [aɪns] ΑΌΡ ΑΝΤΩΝ

eins s. ein(e)

Βλέπε και: eine(r, s) , ein(e)

Eins <-, -en> SUBST θηλ

1. Eins (Zahl):

Eins
ένα ουδ

2. Eins (beim Würfeln):

Eins
άσος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"eins" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский