Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χάρη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χάρη [ˈxari] SUBST θηλ

1. χάρη (προσώπου, κινήσεων):

χάρη
Anmut θηλ
χωρίς χάρη

2. χάρη (γοητεία):

χάρη
Charme αρσ
ihre Reize αρσ πλ
die Freuden θηλ πλ des Lebens

3. χάρη (ευγνωμοσύνη):

χάρη
Dank αρσ

4. χάρη (εξυπηρέτηση):

χάρη
Gefallen αρσ
κάνε μου τη χάρη
για χάρη σου/μου

5. χάρη ΝΟΜ (άφεση ποινής):

χάρη
Gnade θηλ
χάρη
Begnadigung θηλ
Gnadengesuch ουδ
Gnadenrecht ουδ

ιδιωτισμοί:

χάρη σε
dank +γεν
χάρη γούστου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский