Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χορταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χορτ|αίνω <-ασα, -ασμένος> [xɔrˈtɛnɔ] VERB αμετάβ

1. χορταίνω (στο φαΐ):

χορταίνω

2. χορταίνω (νιώθω κορεσμό):

II . χορτ|αίνω <-ασα, -ασμένος> [xɔrˈtɛnɔ] VERB μεταβ

1. χορταίνω (την πείνα, τη δίψα):

χορταίνω

2. χορταίνω (ταΐζω):

χορταίνω

Παραδειγματικές φράσεις με χορταίνω

χορταίνω ύπνο
χορταίνω τον ύπνο μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский