Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χορταστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χορταστικ|ός <-ή, -ό> [xɔrtastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. χορταστικός (που χορταίνει):

χορταστικός

2. χορταστικός (άφθονος):

χορταστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский