Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χορτασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χορτασμός [xɔrtazˈmɔs] SUBST αρσ

1. χορτασμός (χόρτασμα):

χορτασμός
Sättigung θηλ

2. χορτασμός (παραχορτασμός):

χορτασμός

3. χορτασμός (αίσθημα κορεσμού):

χορτασμός
Überdruss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский