Ελληνικά » Γερμανικά

ακού|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aˈkuɔ] VERB μεταβ

3. ακούω (προσέχω τα λόγια κάποιου):

ακούω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский