Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bénit , méfait , défait , profit και confit

bénit(e) [beni, it] ΕΠΊΘ

profit [pʀɔfi] ΟΥΣ αρσ

1. profit ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Profit αρσ
Surplusprofit ειδικ ορολ

I . défait(e) [defɛ, defɛt] ΡΉΜΑ

défait part passé de défaire

II . défait(e) [defɛ, defɛt] ΕΠΊΘ

Βλέπε και: défaire

méfait [mefɛ] ΟΥΣ αρσ

1. méfait (faute):

Missetat θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina