Γαλλικά » Γερμανικά

bénit(e) [beni, it] ΕΠΊΘ

bénit(e)
eau bénite
Weihwasser ουδ
cul-bénit αρσ μειωτ
Frömmler αρσ μειωτ
cul-bénit αρσ μειωτ
Saubermann αρσ μειωτ

Παραδειγματικές φράσεις με bénite

eau bénite
Weihwasser ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bénite" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina