στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. spaccato [spakˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
spaccato → spaccare
II. spaccato [spakˈkato] ΕΠΊΘ
2. spaccato (screpolato):
- spaccato labbro
-
3. spaccato (identico) οικ:
III. spaccato [spakˈkato] ΟΥΣ αρσ
I. spaccare [spakˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. spaccare (rompere):
II. spaccarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
III. spaccare [spakˈkare]


στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.