στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. misurato [mizuˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
misurato → misurare
II. misurato [mizuˈrato] ΕΠΊΘ
I. misurare [mizuˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. misurare (determinare la misura di):
2. misurare (provare, indossare):
4. misurare (valutare) μτφ:
II. misurare [mizuˈrare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. misurarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. misurarsi (contenersi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.