στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. anello [aˈnɛllo] ΟΥΣ αρσ
1. anello (gioiello):
2. anello:
5. anello ΒΟΤ:
7. anello ΤΕΧΝΟΛ:
II. anelli ΟΥΣ αρσ πλ
III. anello [aˈnɛllo]
IV. anello [aˈnɛllo]
- anello di congiunzione μτφ
-
- anello di congiunzione μτφ
-
- anello episcopale ΘΡΗΣΚ
-
- anello di forzamento ΤΕΧΝΟΛ
-
στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.