στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. amato [aˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
amato → amare
II. amato [aˈmato] ΕΠΊΘ
I. amare [aˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ v la voce piacere
1. amare (provare amore per):
2. amare (gradire, apprezzare):
II. amarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
 
  
 στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
