Oxford Spanish Dictionary
perico1 ΕΠΊΘ
perico → huevo
verde1 ΕΠΊΘ
1.1. verde color/ojos/vestido:
1.2. verde modificado por otro adj: αμετάβλ:
2.1. verde fruta:
huevo ΟΥΣ αρσ
1. huevo:
2. huevo χυδ, αργκ (testículo) → para otros modismos ver, → cojones
3. huevo χυδ, αργκ (uso expletivo):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.