ihrige(r) ΑΝΤΩΝ κτητ απαρχ τυπικ
1. ihrige(r) (auf eine Person bezogen) → ihr³, 2
2. ihrige(r) (auf mehrere Personen bezogen) → ihr⁴, 2
ihr4 ΑΝΤΩΝ κτητ zu sie²
ihr3 ΑΝΤΩΝ κτητ zu sie¹
1. ihr:
ihr2 ΑΝΤΩΝ pers, δοτ von sie¹
1. ihr (auf eine Person, ein weibliches Tier bezogen):
Ihrige(r) ΑΝΤΩΝ κτητ
Ihrige(r) απαρχ τυπικ → Ihr, 2
Ihr ΑΝΤΩΝ κτητ zu Sie¹
1. Ihr:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.