ihrige(r) ΑΝΤΩΝ κτητ απαρχ τυπικ
1. ihrige(r) (auf eine Person bezogen) → ihr³, 2
2. ihrige(r) (auf mehrere Personen bezogen) → ihr⁴, 2
ihr4 ΑΝΤΩΝ κτητ zu sie²
ihr3 ΑΝΤΩΝ κτητ zu sie¹
1. ihr:
ihr2 ΑΝΤΩΝ pers, δοτ von sie¹
1. ihr (auf eine Person, ein weibliches Tier bezogen):
Ihrige(r) ΑΝΤΩΝ κτητ
Ihrige(r) απαρχ τυπικ → Ihr, 2
Ihr ΑΝΤΩΝ κτητ zu Sie¹
1. Ihr:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- IHK
- ihm
- ihn
- ihnen
- ihr
- ihrige
- ihrige ihriger
- Ikarus
- Ikebana
- Ikone
- IKT-Branche