Un·schul·di·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
I. un·schul·dig [ˈʊnʃʊldɪç] ΕΠΊΘ
1. unschuldig (nicht schuldig):
II. un·schul·dig [ˈʊnʃʊldɪç] ΕΠΊΡΡ
1. unschuldig ΝΟΜ:
2. unschuldig (arglos):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.