στο λεξικό PONS


Man·gel1 <-s, Mängel> [ˈmaŋl̩, πλ ˈmɛŋl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Mangel (Fehler):
2. Mangel kein πλ (Knappheit):
Mangel ΟΥΣ
- Mangel αρσ
- paucity τυπικ


-
- Mangel αρσ <-s, Män·gel>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Mangel ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Mangel (Unzulänglichkeit)
-


-
- Mangel αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Mangel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.