Mangel1 <-s, Mängel> [ˈmaŋəl, pl: ˈmɛŋəl] SUBST αρσ
1. Mangel nur ενικ (Fehlen):
2. Mangel συνήθ πλ (Fehler):
- Mangel
- ελάττωμα ουδ
- Mangel
- ατέλεια θηλ
- anhaftender Mangel
-
- verborgener/verdeckter Mangel
-
- einen Mangel beheben/beseitigen
-
- einen Mangel feststellen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.