στο λεξικό PONS
er·kor [ɛɐ̯ˈko:ɐ̯] ΡΉΜΑ
erkor παρατατ von erküren
Ter·ror <-s> [ˈtɛro:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ kein πλ
fror [fro:ɐ̯] ΡΉΜΑ
fror παρατατ von frieren
I. frie·ren <friert, fror, gefroren> [ˈfri:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. frie·ren <friert, fror, gefroren> [ˈfri:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ +haben απρόσ ρήμα
1. frieren (unter den Gefrierpunkt sinken):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
