στο λεξικό PONS
Zu·schlag <-[e]s, Zuschläge> ΟΥΣ αρσ
1. Zuschlag (Preisaufschlag):
2. Zuschlag:
4. Zuschlag (auf Briefmarke):
5. Zuschlag (bei Versteigerung):
6. Zuschlag (Auftragserteilung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.