Stift2 <-[e]s, -e> [ʃtɪft] ΟΥΣ ουδ
2. Stift ΘΡΗΣΚ:
3. Stift ΘΡΗΣΚ A:
Stift3 <-[e]s, -e> [ʃtɪft] ΟΥΣ αρσ οικ (Lehrling im handwerklichen Beruf)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.