I. christ·lich ΕΠΊΘ
II. christ·lich ΕΠΊΡΡ
Verein ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ver·ein <-[e]s, -e> [fɛɐ̯ˈʔain] ΟΥΣ αρσ
1. Verein (Organisation Gleichgesinnter):
2. Verein μειωτ οικ (Haufen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.