στο λεξικό PONS
Stem·pel1 <-s, -> [ˈʃtɛmpl̩] ΟΥΣ αρσ
2. Stempel (Stempelabdruck):
3. Stempel (Punzierung):
Stem·pel2 <-s, -> [ˈʃtɛmpl̩] ΟΥΣ αρσ ΒΟΤ
- Stempel
- pistil ειδικ ορολ
Stempel ΟΥΣ
-
- Stempel αρσ <-s, ->
-
- Stempel αρσ <-s, ->
-
- Stempel αρσ <-s, ->
-
- Stempel αρσ <-s, ->
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Duplizier-Stempel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.