Ge·schlecht <-[e]s, -er> [gəˈʃlɛçt] ΟΥΣ ουδ
1. Geschlecht kein πλ ΒΙΟΛ:
2. Geschlecht λογοτεχνικό (Geschlechtsteile):
-
- sex λογοτεχνικό
3. Geschlecht (Sippe):
4. Geschlecht ΓΛΩΣΣ:
- aussterben Geschlecht, Spezies
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.