στο λεξικό PONS
Ein·griff <-s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Eingriff ΝΟΜ (Einschreiten):
2. Eingriff ΝΟΜ (Übergriff):
3. Eingriff ΙΑΤΡ (Operation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Eingriff ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
-
- Eingriff αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Eingriff in Signalphase (zugunsten ÖPNV oder Einsatzfahrzeugen)
- Eingriff in Signalphase ΥΠΟΔΟΜΉ
-
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.