I. chir·ur·gisch [çiˈrʊrgɪʃ] ΕΠΊΘ
II. chir·ur·gisch [çiˈrʊrgɪʃ] ΕΠΊΡΡ
-
- Telemedizin θηλ <-> kein pl ειδικ ορολ (medizinische Behandlung, auch chirurgisch, mittels Telekommunikation)
- surgical gloves, instruments
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Telemedizin θηλ <-> kein pl ειδικ ορολ (medizinische Behandlung, auch chirurgisch, mittels Telekommunikation)