στο λεξικό PONS
Leis·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Leistung kein πλ:
2. Leistung (geleistetes Ergebnis):
4. Leistung ΤΕΧΝΟΛ:
4. Leistung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Entrichtung):
5. Leistung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Zahlung):
Leistung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Call Center ΟΥΣ ουδ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Customer Call Center ΟΥΣ ουδ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Leistung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Leistung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Call ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cal
- Calcium
- Caldera
- Calendar Spread
- Californium
- Call Center-Leistung
- Call-Geld
- Callgeld
- Callgirl
- Call Money
- Call-Option