στο λεξικό PONS
gra·tui·tous [grəˈtju:ɪtəs, αμερικ -ˈtu:ət̬əs, -ˈtju:-] ΕΠΊΘ
1. gratuitous μειωτ:
2. gratuitous (free of charge):
- gratuitous
-
- gratuitous
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.