στο λεξικό PONS
 
 Bei·hil·fe <-, -n-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
1. Beihilfe (finanzielle Unterstützung):
-  Erschleichen von Beihilfen
 -  
 
 
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.