attrait [atʀɛ] ΟΥΣ αρσ
I. distrait(e) [distʀɛ, ɛt] ΡΉΜΑ
distrait part passé de distraire
II. distrait(e) [distʀɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
I. distraire [distʀɛʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
abstrait [apstʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. abstrait:
trait [tʀɛ] ΟΥΣ αρσ
2. trait (tracé):
- trait d'un dessinateur
- Linienführung θηλ
3. trait (caractéristique):
4. trait συνήθ πλ (lignes du visage):
5. trait (preuve):
ιδιωτισμοί:
II. trait [tʀɛ]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.