dauphine [dofin] ΟΥΣ θηλ
1. dauphine:
- dauphine
- Kronprinzessin θηλ
- dauphine
- Thronfolgerin θηλ
2. dauphine ΙΣΤΟΡΊΑ:
- dauphine
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.