I. grob <gröber, gröbste> [groːp] ΕΠΊΘ
1. grob:
2. grob (ungefähr):
II. grob <gröber, gröbste> [groːp] ΕΠΊΡΡ
1. grob:
-  grob zerkleinern, sieben, sortieren
-  
3. grob (barsch, unsanft):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
