Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
solution [sɔlysjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. solution (action de résoudre):
2. solution (réponse):
3. solution:
- des solutions très partielles
- very incomplete solutions
στο λεξικό PONS
solution [sɔlysjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. solution (issue) a. ΧΗΜ, ΙΑΤΡ:
2. solution (résultat):
- écologique catastrophe, solution
-
solution [sɔlysjo͂] ΟΥΣ θηλ
1. solution (issue) a. ΧΗΜ, ΙΑΤΡ:
2. solution (résultat):
- écologique catastrophe, solution
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sol-mer
- solo
- sol-sol
- solstice
- solubiliser
- solutions
- solvabilité
- solvable
- solvant
- soma
- somali