Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
maxim|al (maximale) <αρσ πλ maximaux> [maksimal, o] ΕΠΊΘ
I. puissance [pɥisɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. puissance:
2. puissance (intensité):
3. puissance ΜΑΘ:
4. puissance (pouvoir):
5. puissance (capacité):
7. puissance (pays):
II. puissances ΟΥΣ θηλ πλ
puissances θηλ πλ ΘΡΗΣΚ:
III. puissance [pɥisɑ̃s]
στο λεξικό PONS
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- puiser
- puisqu'
- puisque
- puissamment
- puissance
- puissance maximale
- puissance nominale
- puissance optimale
- puissance totale
- puissant
- puisse