στο λεξικό PONS
puissamment [pɥisamɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. puissamment (avec des moyens efficaces):
- puissamment
-
2. puissamment (à un haut degré):
- puissamment
-
-
- puissamment
puissamment [pʏisamɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. puissamment (avec des moyens efficaces):
- puissamment
-
2. puissamment (à un haut degré):
- puissamment
-
-
- puissamment
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.