Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. marr|on (marronne) [maʀɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ
1. marron:
2. marron ΙΣΤΟΡΊΑ:
- marron (marronne) esclave
-
II. marr|on (marronne) [maʀɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ αμετάβλ (couleur)
III. marr|on ΟΥΣ αρσ
IV. marr|on (marronne) [maʀɔ̃, ɔn]
στο λεξικό PONS
I. marron [maʀɔ̃] ΟΥΣ αρσ (fruit)
II. marron [maʀɔ̃] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- marron
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.