Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. actualité [aktɥalite] ΟΥΣ θηλ
1. actualité (événements):
2. actualité:
II. actualités ΟΥΣ θηλ πλ
στο λεξικό PONS
actualité [aktɥalite] ΟΥΣ θηλ
1. actualité sans πλ (modernité):
- actualité d'un sujet
-
2. actualité sans πλ (événements):
actualité [aktʏalite] ΟΥΣ θηλ
1. actualité sans πλ (modernité):
- actualité d'un sujet
-
2. actualité sans πλ (événements):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'actualité
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label