στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. factor [βρετ ˈfaktə, αμερικ ˈfæktər] ΟΥΣ
1. factor:
3. factor (of commodities):
II. factor [βρετ ˈfaktə, αμερικ ˈfæktər] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
factor ΜΑΘ → factorize
III. factor [βρετ ˈfaktə, αμερικ ˈfæktər] ΡΉΜΑ αμετάβ ΕΜΠΌΡ
factorize [βρετ ˈfaktərʌɪz, αμερικ ˈfæktəˌraɪz] ΡΉΜΑ μεταβ ΜΑΘ
I. market [βρετ ˈmɑːkɪt, αμερικ ˈmɑrkət] ΟΥΣ
1. market ΟΙΚΟΝ (trading structure):
2. market ΕΜΠΌΡ (potential customers):
3. market (place where goods are sold):
II. market [βρετ ˈmɑːkɪt, αμερικ ˈmɑrkət] ΡΉΜΑ μεταβ
III. market [βρετ ˈmɑːkɪt, αμερικ ˈmɑrkət] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ
στο λεξικό PONS
I. market [ˈmɑ:r·kɪt] ΟΥΣ
II. market [ˈmɑ:r·kɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
factor ΡΉΜΑ
| I | factor |
|---|---|
| you | factor |
| he/she/it | factors |
| we | factor |
| you | factor |
| they | factor |
| I | factored |
|---|---|
| you | factored |
| he/she/it | factored |
| we | factored |
| you | factored |
| they | factored |
| I | have | factored |
|---|---|---|
| you | have | factored |
| he/she/it | has | factored |
| we | have | factored |
| you | have | factored |
| they | have | factored |
| I | had | factored |
|---|---|---|
| you | had | factored |
| he/she/it | had | factored |
| we | had | factored |
| you | had | factored |
| they | had | factored |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.