στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl] ΕΠΊΘ
- evil act, intent, genius, temper
-
- evil destiny
-
- evil smell
-
- evil plan, spirit
-
II. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl] ΟΥΣ
1. evil (wickedness):
2. evil (bad thing):
III. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl]
evil-smelling [αμερικ ˈivəlˌsmɛlɪŋ] ΕΠΊΘ
- evil-smelling
-
evil-minded [ˈiːvlˌmaɪndɪd] ΕΠΊΘ
- evil-minded (having bad intentions)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.