στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
civil [βρετ ˈsɪv(ə)l, αμερικ ˈsɪv(ə)l] ΕΠΊΘ
I. authority [βρετ ɔːˈθɒrɪti, αμερικ əˈθɔrədi] ΟΥΣ
1. authority (power):
2. authority (forcefulness, confidence):
3. authority (permission):
5. authority (expert):
II. authorities ΟΥΣ
authorities npl:
στο λεξικό PONS
authority <-ies> [ə·ˈθɔ:·rə·t̬i] ΟΥΣ
2. authority (permission):
4. authority (knowledge):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- citywards
- civet
- civic
- civic center
- civic centre
- Civil Aviation Authority
- civil court
- civil defence
- civil defense
- civil disobedience
- civil disorder