Oxford Spanish Dictionary
tall <taller tallest> [αμερικ tɔl, βρετ tɔːl] ΕΠΊΘ
tall person/building/tree:
story1 <pl stories> [αμερικ ˈstɔri, βρετ ˈstɔːri] ΟΥΣ
1.1. story:
1.2. story:
3.2. story ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ (newsworthy event):
στο λεξικό PONS
story1 <-ies> [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ
1. story:
story1 <-ies> [ˈstɔr·i] ΟΥΣ
1. story:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.