Oxford Spanish Dictionary
árbol ΟΥΣ αρσ
1. árbol ΒΟΤ:
- árbol
-
2. árbol:
- árbol ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ, ΜΗΧΑΝΙΚΉ
-
árbol genealógico ΟΥΣ αρσ
- árbol genealógico
-
árbol de transmisión ΟΥΣ αρσ
- árbol de transmisión
-
στο λεξικό PONS
árbol [ˈar·βol] ΟΥΣ αρσ
1. árbol ΒΟΤ:
2. árbol ΤΕΧΝΟΛ (eje):
- árbol
-
3. árbol ΝΑΥΣ:
- árbol
-
- árbol genealógico
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.