Oxford Spanish Dictionary
Friday [αμερικ ˈfraɪdeɪ, ˈfraɪdi, βρετ ˈfrʌɪdeɪ, ˈfrʌɪdi] ΟΥΣ
Monday [αμερικ ˈməndeɪ, ˈməndi, βρετ ˈmʌndeɪ, ˈmʌndi] ΟΥΣ
I. casual [αμερικ ˈkæʒuəl, βρετ ˈkaʒjʊəl] ΕΠΊΘ
1.1. casual (superficial) προσδιορ:
1.2. casual (chance) προσδιορ:
1.3. casual (informal):
2. casual (unconcerned):
στο λεξικό PONS
Friday [ˈfraɪdi] ΟΥΣ
casual [ˈkæʒʊəl, αμερικ ˈkæʒu:-] ΕΠΊΘ
3. casual (not serious):
Friday [ˈfraɪ·di] ΟΥΣ
casual [ˈkæʒ·u·əl] ΕΠΊΘ
3. casual (not serious):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.