acct ΟΥΣ
acct → account
- acct
- cta.
I. account [αμερικ əˈkaʊnt, βρετ əˈkaʊnt] ΟΥΣ
1. account ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (with bank, building society):
2. account ΕΜΠΌΡ:
3. account (client, contract):
5. account (on Stock Exchange):
6. account:
7. account (consideration, reckoning):
8. account (importance) τυπικ:
9. account <accounts, pl >:
10. account in phrases:
II. account [αμερικ əˈkaʊnt, βρετ əˈkaʊnt] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.