στο λεξικό PONS
I. to·ken [ˈtəʊkən, αμερικ ˈtoʊ-] ΟΥΣ
1. token (symbol):
3. token (money substitute):
4. token Η/Υ:
II. to·ken [ˈtəʊkən, αμερικ ˈtoʊ-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. token (symbolic):
ˈbook to·ken ΟΥΣ
-
- Büchergutschein αρσ
ˈgift to·ken ΟΥΣ βρετ
ˈrec·ord to·ken ΟΥΣ dated
token passing ΟΥΣ
-
- Tokenweitergabe θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
token charge ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
token ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.