στο λεξικό PONS
sul·phate, sul·fate [ˈsʌlfeɪt] ΟΥΣ
I. salt [sɔ:lt] ΟΥΣ
1. salt no pl (seasoning):
ιδιωτισμοί:
II. salt [sɔ:lt] ΟΥΣ modifier
III. salt [sɔ:lt] ΡΉΜΑ μεταβ
3. salt (sprinkle):
4. salt μτφ (add sth illicit):
salt ΟΥΣ
-
- Salt ουδ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
I | salt |
---|---|
you | salt |
he/she/it | salts |
we | salt |
you | salt |
they | salt |
I | salted |
---|---|
you | salted |
he/she/it | salted |
we | salted |
you | salted |
they | salted |
I | have | salted |
---|---|---|
you | have | salted |
he/she/it | has | salted |
we | have | salted |
you | have | salted |
they | have | salted |
I | had | salted |
---|---|---|
you | had | salted |
he/she/it | had | salted |
we | had | salted |
you | had | salted |
they | had | salted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sulkiness
- sulky
- sullen
- sullenly
- sullenness
- sulphate salt
- sulphide
- sulphide ore
- sulphite
- sulphonamide
- sulphur